Register to follow

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2013

«Χαρά να σε γιαούρτωνα εκεί που ρητορεύεις»!


Του
Νίκου Μπογιόπουλου
(Από τον «enikos.gr»)


Τους λες ότι τα ναζιστικά αποβράσματα – εκείνα που αν ήταν λίγο «σοβαρότερα» θα τα έκαναν κυβερνητικούς εταίρους (!) - έχουν βγει στους δρόμους και δολοφονούν. Κι εκείνοι σου απαντούν: Ναι, αλλά και οι άλλοι διαδηλώνουν και παρακωλύουν την κυκλοφορία…

Τους λες ότι η ανοχή τους συνιστά εκτροφείο Ταγμάτων Εφόδου μαχαιροβγαλτών κι εκείνοι απαντούν:  Ναι, αλλά και οι άλλοι «διασαλεύουν τη νομιμότητα» διότι… απεργούν!

Τους λες ότι «ο νόμος και η τάξη» τους ισοδυναμεί με βιασμό μιας ολόκληρης κοινωνίας και μάλιστα με βιασμό που συντελείται την ίδια στιγμή που η κοινωνία βουλιάζει κάπου ανάμεσα στην φτωχοποίηση, στην καταστροφή, στην κατάθλιψη και στην αυτοκτονία. Κι εκείνοι σου απαντούν: Ναι, αλλά και οι άλλοι πετούν γιαούρτια…

Οι αρχιτέκτονες της θεωρίας των «δυο άκρων» δεν είναι βέβαια τόσο αφελείς ώστε να μην αντιλαμβάνονται το άτοπο οποιουδήποτε συσχετισμού ανάμεσα στον  τάχα μου «αντισυστημικό»  φασίστα δολοφόνο και στον απεργό. Γνωρίζουν την συκοφαντία και την αθλιότητα που διαπράττουν κάνοντας τέτοιους συσχετισμούς. Ποντάρουν, όμως, σε εκείνα τα δύο άκρα που, ταυτόχρονα με τον κνούτο, τα αξιοποιεί μονίμως ο γκαιμπελισμός για να κατισχύσει: Την βλακεία και την αμάθεια

Ως εκ τούτου φτάνουν στο σημείο να βαφτίζουν σύμβολο της βίας το… γιαούρτωμα ή τη μούντζα. Απορούμε πως και δεν έχουν συλλάβει ακόμα τον… Σαββόπουλο, που από τη δεκαετία του ’70 τραγουδάει στον «πονηρό πολιτευτή»:

«Χαρά να σε γιαούρτωνα εκεί που ρητορεύεις
εκεί που με χειροκροτάς χωρίς να το πιστεύεις
παίρνεις την αλήθεια μου και μου την κάνεις λιώμα
απ’ το πόδι με τραβάς βαθιά μέσα στο χώμα».

Ας δοκιμάσουμε, όμως, να μιλήσουμε στους κατηγόρους που λένε ότι «καταγγέλλουν τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται» ακολουθώντας τη δική τους λογική που (καμώνονται ότι) δεν μπορεί να ξεχωρίσει τη βούρτσα από τη μούντζα.
Ρωτάμε τις αθώες ψυχές τους:
  • Να σου έχουν λεηλατήσει το μισθό.
  • Να σου έχουν στερήσει τη σύνταξη.
  • Να σου λένε ότι η ανεργία σου δεν είναι δυστυχία, αλλά κάτι σαν εκδρομή στο λούνα παρκ της «εργασιακής εφεδρείας», της «διαθεσιμότητας» και της «κινητικότητας».
  • Να σου λένε ότι στόχος τους είναι στην οικογένειά σου να υπάρχει... ένας εργαζόμενος και τελικά να μην υπάρχει ούτε ο ένας.
  • Να σου λένε ότι δίπλα στα υπόλοιπα έξοδα για τη «Δημόσια και Δωρεάν» Παιδεία θα πρέπει να πληρώσεις και για τα... βιβλία - φωτοτυπίες των παιδιών.
  • Να σου δίνουν τα ψίχουλα των 300, των 400, των 500 ευρώ για μηνιάτικο και να σου ζητάνε - γι' αυτά τα ψίχουλα - να πληρώσεις φόρο εισοδήματος.
  • Να σου κόβουν το μεροκάματο στο μισό και ταυτόχρονα να σου έχουν διπλασιάσει τις τιμές στο ρεύμα, στα καύσιμα, στα τρόφιμα με απανωτές αυξήσεις στους έμμεσους φόρους. Να έχει εκδώσει η ΔΕΗ το 2010 (πριν από τα μνημόνια) 1,16 εκατομμύρια (!) διαταγές διακοπής ρεύματος κι αυτοί να έρχονται να σου επιβάλουν από πάνω και χαράτσι με συνέπεια στην Ελλάδα των «φώτων του πολιτισμού», μετά το χαράτσι, η ΔΕΗ, κάθε μέρα που περνάει, να κόβει το ρεύμα σε 1.000 οικογένειες και επιχειρήσεις.
  • Να σου λένε ότι θα βγάλουν στον πλειστηριασμό το σπίτι που στο έχουν φορολογήσει χίλιες φορές, που το πληρώνεις τοκογλυφικά στην τράπεζα μια ζωή και που ζεις με την ελπίδα ότι κάποτε θα το ξεχρεώσουν τα... παιδιά σου.
  • Να σε υποχρεώνουν να ζεις εσύ, τα παιδιά σου και οι γέροντες γονείς σου στο κρύο και στη νύχτα χωρίς ρεύμα και πετρέλαιο θέρμανσης.
Αλήθεια, οι κάθε λογής ευαίσθητοι της «δημοκρατίας», οι πάσης φύσεως εισαγγελείς που βαφτίζουν «βία» τις λαϊκές διαμαρτυρίες, αυτοί που «καταγγέλλουν τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται» (συνεπώς είναι ειδικοί να ξεχωρίσουν τι είναι βία), τι έχουν να πουν:

Αυτά είναι ή δεν είναι «βία»;

Να απειλείς τον χρεοκοπημένο, τον απολυμένο, τον άνεργο, τον κατεστραμμένο, τον λεηλατημένο (αυτόν που εσύ λεηλάτησες) με αφανισμό, εκδίδοντας από πάνω και χοτζέτια με οδηγίες «καλής συμπεριφοράς»

αυτό είναι ή δεν είναι «βία»;

Προφανώς, είναι περισσότερο από «βία». Είναι «πόλεμος». Αυτή τη λέξη, άλλωστε, χρησιμοποιούν οι… πολέμαρχοι «σωτήρες» μας εδώ και τρία χρόνια. Η χώρα, μας λένε, βρίσκεται σε «πόλεμο». 

«Πόλεμος», πράγματι.

Μόνο που σ' αυτόν τον «πόλεμο» το θύμα είναι ο «εσωτερικός εχθρός»: Ο λαός! Πρόκειται για εκείνον τον ανελέητο και αμείλικτο ταξικό πόλεμο που έχουν εξαπολύσει ενάντια στο λαό οι «φίλοι του λαού».

Αλλά όπως συμβαίνει σε κάθε πόλεμο έτσι και σε αυτόν το ιστορικό δίλημμα που τίθεται στο λαό είναι ένα:

'Η θα διαλέξει τις «αλυσίδες» του,  θα υποκύψει στη βία που του ασκούν οι «σωτήρες» του και θα αποδεχτεί τον αφανισμό του, ή θα σπάσει τις αλυσίδες. Θα τις σπάσει! Ακόμα κι αν τον κατηγορήσουν ότι είναι «βίαιο» πράγμα να σπάει τις αλυσίδες του. Οι οποίες – παρεμπιπτόντως – με μούντζες δεν σπάνε.  

Παρένθεση
Δηλώνουμε προς τον κ.Δένδια, τον κ.Γεωργιάδη, την κυρία Σώτη Τριανταφύλλου και λοιπούς «Ιαβέρηδες»:

Απεταξάμην το γιαούρτωμα! Και όχι για λόγους καθωσπρεπισμού. Ούτε μόνο διότι οι «γιαουρτωμένοι» βγαίνουν, ενίοτε, κι από πάνω. Ο λόγος είναι ότι τα πολιτικά, τα κοινωνικά, τα οικονομικά προβλήματα είναι από εκείνα τα σύνθετα ζητήματα που δεν λύθηκαν ποτέ και πουθενά ούτε με το «γιαούρτωμα» ούτε με τη«μούντζα». Όταν το συναίσθημα να θέλεις να βγάλεις το «άχτι» σου υπερισχύει ως αντίδραση, όταν υπερκαλύπτει την ανάγκη της συνειδητοποίησης ότι πρέπει να αγωνιστείς, με επιμονή και αποφασιστικότητα, τότε το δικαίωμα να διεκδικήσεις το δίκιο σου μπορεί να υποβιβαστεί σε «γινάτι» που η ικανοποίηση του είναι πάντα εφήμερη. Και ατελέσφορη. Έχει αποδειχτεί πως όταν τα χέρια με τα απλωμένα δάκτυλα δεν κάνουν όλη την κίνηση, όταν τα δάκτυλα δηλαδή δεν κλείνουν για να μετατραπούν τα χέρια σε γροθιές, σε χιλιάδες και εκατομμύρια γροθιές,τότε η πολιτική που βιάζει, που εκβιάζει και βασανίζει μένει στο απυρόβλητο. Και τότε το «γιαούρτι» και η «μούντζα» γυρίζουν πίσω. Ενίοτε μετατρέπονται και σε μπούμερανγκ.

Συνεπώς, η άποψη του Αριστοτέλη στα «Ηθικά Νικομάχεια» αξίζει πάντα της προσοχής μας:
«Ο καθένας - έλεγε - μπορεί να θυμώσει. Αυτό είναι εύκολο. Αλλά, το να θυμώσει κανείς με το σωστό άτομο, στο σωστό βαθμό και τη σωστή στιγμή, για τη σωστή αιτία και με τον σωστό τρόπο, αυτό δεν είναι εύκολο».
(Κλείνει η παρένθεση).

Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2013

«Και για σένα πεθαίνω, ηλίθιε!»


Του
Νίκου Μπογιόπουλου
(Από τον «enikos.gr»)


Προχτές συμπληρώθηκαν 46 χρόνια από την αιχμαλωσία και την δολοφονία του Τσε Γκεβάρα στη Βολιβία. Εκείνος στον οποίο ανατέθηκε να τον εκτελέσει ήταν ο υπαξιωματικός Μάριο Τεράν.

Ο Μάριο Τεράν, ο δολοφόνος του Τσε, το 2006 υποβλήθηκε σε εγχείρηση από Κουβανούς γιατρούς που συμμετέχουν στο πρόγραμμα της «Επιχείρησης Θαύμα» και προσφέρουν – δωρεάν - τις υπηρεσίες τους σε ασθενείς σε όλη τη Λατινική Αμερική. Ο Τεράν έπασχε από καταρράκτη. Οι επεμβάσεις καταρράκτη δεν είναι και τόσο απλό πράγμα για τους φτωχούς ανθρώπους στη Λατινική Αμερική.

Ο γιος του Τεράν, το 2007, στην συμπλήρωση 40 χρόνων από την δολοφονία του Τσε, έστειλε  σε εφημερίδα της Βολιβίας ευχαριστήριο μήνυμα προς τους Κουβανούς γιατρούς που αποκατέστησαν την όραση του πατέρα του. Του δολοφόνου, δηλαδή, του (και) γιατρού Τσε Γκεβάρα...

«Θυμηθείτε αυτό το όνομα - Μάριο Τεράν - ένας άνδρας που εκπαιδεύτηκε για να σκοτώσει μπορεί και πάλι να βλέπει χάρη στους γιατρούς που ακολουθούν τις ιδέες του θύματός του», ήταν το ρεπορτάζ με το οποίο κατέγραψε την είδηση η εφημερίδα «Γκράνμα» της Κούβας.

Θυμηθείτε, λοιπόν, τον Μάριο Τεράν. Και δίπλα σε αυτόν, θυμηθείτε κι εκείνον τον ναζί εκτελεστή. Η ιστορία έρχεται από τα παλιά και μας την διηγήθηκε πριν από χρόνια ένας αγαπημένος συνάδελφος και φίλος, ο Γιώργος Μουσγάς που την είχε ξετρυπώσει  από αναγνώσματα των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων:

Ήταν μέρες Κατοχής. Στη Γαλλία. Στον τόπο της εκτέλεσης, λίγο πριν δοθεί το παράγγελμα στο εκτελεστικό απόσπασμα, ο ναζί εκτελεστής γυρίζει υπεροπτικά στον μελλοθάνατο Γάλλο αντιφασίστα και τον ρωτά: «Τι έχεις να πεις που δε θα δεις ποτέ τις ιδέες σου να πραγματώνονται;». Ο αντιφασίστας, με απόλυτο έλεγχο του εαυτού του, με απόλυτη συνείδηση της αξίας της θυσίας του, απαντά: «Και για σένα  πεθαίνω, ηλίθιε»!
Είναι αληθινή η ιστορία; Δεν ξέρω. Αλλά τί σημασία έχει;…

Όχι λίγες φορές, επανέρχεται το ερώτημα: Τι ήταν εκείνο που οδήγησε έναν από τους ηγέτες μιας από τις σημαντικότερες επαναστάσεις του 20ού αιώνα να προσφέρει τόσο αφειδώλευτα -  και κατά άλλους τόσο «απερίσκεπτα» και τόσο «τυχοδιωκτικά» - την ίδια του τη ζωή στο πεδίο των μαχών για την κοινωνική απελευθέρωση;

Στη στάση του Τσε απέναντι στη ζωή (όπως περιέγραψε ο Φιντέλ Κάστρο στον επικήδειο στη μνήμη του Τσε που εκφωνήθηκε στην Πλατεία της Επανάστασης στην Αβάνα, στις 18 Οκτώβρη 1967) επέδρασε σημαντικά «η αντίληψη ότι οι άνθρωποι έχουν μια σχετική αξία στην Ιστορία, η ιδέα ότι δεν ηττάται η υπόθεση όταν πεθαίνουν οι άνθρωποι, και ότι η ακατάσχετη πορεία της Ιστορίας δε σταματά ούτε θα σταματήσει με το χαμό των αρχηγών (...). Άνθρωποι σαν κι αυτόν - συνέχισε ο Κάστρο - είναι ικανοί, με το παράδειγμά τους, να συμβάλουν στην εμφάνιση άλλων που να τους μοιάζουν (...)»

Την αντίληψη του Τσε για τον άνθρωπο δε θα μπορούσαν ποτέ να την καταλάβουν οι δολοφόνοι του. Πόσο μάλλον να την εξοντώσουν.
Ό,τι  δεν κατάφεραν με τον Τσε  εκείνοι που τον δολοφόνησαν νόμισαν ότι θα το κατόρθωναν όσοι πίστεψαν ότι μπορούν να τον μετατρέψουν σε μια ακίνδυνη στάμπα πάνω σε μπλουζάκια και «μοδάτα» αξεσουάρ.

Ούτε αυτοί αντιλήφθηκαν ότι η ζωή του Τσε ξεπερνά κατά πολύ την αγοραία λογική τους. Δεν είχαν τα εργαλεία να αντιληφθούν εκείνο που κατάλαβε ο Σαρτρ: «Η ζωή του Τσε» - έλεγε ο Σαρτρ - είναι η ιστορία του πληρέστερου ανθρώπου της εποχής μας».

Αυτή η «πλήρης Ιστορία», που ο Τσε την έγραψε και την διηγήθηκε με τη ζωή και το θάνατό του, είναι ταυτόχρονα και η απάντηση στο ερώτημα «γιατί ο Τσε  συνεχίζει να ζει».
Όσοι προσπαθούν να εξαντλήσουν την εξήγηση αυτής της «αθανασίας», εστιάζοντας στην εικόνα του Τσε σαν «γητευτή των φοιτητικών ονείρων», ξεχνούν ότι ο Τσε των εργατών και των αγροτών, ο Τσε των ταπεινών και καταφρονεμένων, ο Τσε της νεολαίας, δε μας άφησε κληρονομιά μόνο το απίστευτο βλέμμα του. Ενα βλέμμα που κοιτάζει μακριά αλλά στέρεα προς το φαινομενικά αδύνατο. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι ο Τσε και οι σύντροφοί του στην Κούβα έγιναν η απόδειξη της νίκης απέναντι στην καταπίεση, στη διαφθορά, στο φασισμό, στον ιμπεριαλισμό. Δεν ήταν μόνο ότι ο Τσε αρνήθηκε μια «στρωμένη» και άνετη ζωή, πριν την κουβανέζικη επανάσταση, ότι δεν θαμπώθηκε από τις τιμές, τα πόστα, την αναγνώριση, μετά την επικράτηση της επανάστασης.

Ολα αυτά μαζί μπορεί να συνθέτουν τον «μύθο» του Τσε, αλλά δεν είναι αρκετά να εξηγήσουν το γιατί ο Τσε Γκεβάρα «ζει».

Στην πραγματικότητα, τίποτα δε θα μπορούσε να κρατήσει «ζωντανό» τον Τσε, αν δεν παρέμεναν τραγικά ζωντανά και δραματικά επίκαιρα όλα όσα τον «γέννησαν». Ο πραγματικός λόγος που ο Τσε  παραμένει «ζωντανός» είναι ότι παραμένουν ζωντανά όλα όσα τον «γέννησαν».

Ο Τσε «ζει» γιατί, ως πολεμιστής και ως πολιτικός, ήταν ο κομαντάντε μιας υπόθεσης που και ως θεωρία και ως πράξη θα βρει την ολοκλήρωσή της, μόνο όταν καταργηθεί κάθε μορφής εκμετάλλευση. Ο μαρξισμός και το κομμουνιστικό ιδεώδες είναι πλήρως εξαγνισμένο μέσα μου, έλεγε ο Τσε, προσθέτοντας με απόλυτη σαφήνεια: «Δεν υπάρχει για μας κανείς άλλος ορισμός του σοσιαλισμού, πλην της κατάργησης της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από άνθρωπο».

Ο Τσε θα παραμένει «ζωντανός» για όσο το βλέμμα του θα δείχνει ότι είναι ρεαλιστικό το όραμά του για έναν κόσμο ελεύθερο, δημοκρατικό, χωρίς πείνα, χωρίς φτώχεια, χωρίς καταπίεση.

«Αν τρέμεις από αγανάκτηση για κάθε αδικία, είσαι σύντροφός μου», έλεγε ο Τσε. Για όσο στον κόσμο η αδικία θα εξακολουθεί το έργο της, όσο οι έννοιες «τιμή» και «αξιοπρέπεια» θα υπάρχουν στο λεξιλόγιο των ανθρώπων,  ο Τσε θα είναι «ζωντανός». Γιατί «ο άνθρωπος - έλεγε ο Τσε- πρέπει να περπατάει με το κεφάλι απέναντι στον ήλιο. Και ο ήλιος πρέπει να κάψει το μέτωπο και καίγοντάς το να το σφραγίσει με τη σφραγίδα της τιμής. Όποιος περπατάει σκυφτός, χάνει αυτήν την τιμή».

Λίγο πριν τη δολοφονία του, ο Τσε είχε στείλει στα παιδιά του ένα γράμμα:
«Αγαπημένα μου Ιλδίτα, Αλεϊδίτα, Καμίλο, Σέλια και Ερνέστο,
Αν μια μέρα χρειαστεί να διαβάσετε τούτο το γράμμα, θα πει πως πια δεν είμαι ανάμεσά σας. Σχεδόν δε θα με θυμάστε πια και τα πιο μικρά θα μ' έχουν ξεχάσει. Ο πατέρας σας ήταν ένας άνθρωπος που έπραττε όπως σκεφτόταν, και που σίγουρα ήταν πιστός στις πεποιθήσεις του (…). Να μελετάτε πολύ, για να μπορέσετε να κυριαρχήσετε στην τεχνική, που θα σας επιτρέψει να κυριαρχήσετε στη φύση (…). Να 'στε κυρίως ικανά να αισθάνεστε, όσο πιο βαθιά μπορείτε, κάθε αδικία που γίνεται απέναντι σ' οποιονδήποτε, σ' οποιαδήποτε χώρα του κόσμου(…). Πάντα, παιδιά μου, θα ελπίζω να σας ξαναδώ.
Ένα μεγάλο και δυνατό φιλί απ' τον Μπαμπά».

Δεν είδε ποτέ ξανά τα παιδιά του. Στις 8 προς 9 Οκτώβρη του 1967, ο κομαντάντε Τσε Γκεβάρα, περνούσε στο πάνθεον των «αθανάτων» της Ιστορίας με διαβατήριο την πίστη του στις πεποιθήσεις του. Χτυπήθηκε από δυο σφαίρες στο σβέρκο. Πισώπλατα. Οι δολοφόνοι του, αν και αιχμάλωτος, δεν είχαν το κουράγιο να τον κοιτούν στα μάτια ούτε καν τη στιγμή που τον εκτελούσαν. Οι δολοφόνοι του μοίρασαν ανά την υφήλιο τη φωτογραφία του νεκρού Τσε πιστεύοντας ότι έτσι θα σφράγιζαν και θα έκλειναν τους λογαριασμούς τους μαζί του.

Εκαναν λάθος. Μια άλλη φωτογραφία ήταν εκείνη που έμελλε να μείνει στην Ιστορία.